-
1 συγκομιδή
[синкомиди] ооа. Θ. сбор урожая, уборка, урожай,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγκομιδή
-
2 урожай
урожа||йм1. ἡ σοδιά, ἡ ἐσοδεία, ἡ συγκομιδή:уборка \урожайя ἡ συγκομιδή· собирать \урожай συγκομίζω, σοδιάζω·2. прям., перен (изобилие) ἡ ἀφθονία, ἡ ἄφθονη συγκομιδή:\урожай на фрукты ἀφθονία φρούτων. -
3 уборка
-
4 уборочный
уборочный: \уборочный комбайн η θεριστική μηχανή; \уборочныйая кампания η συγκομιδή* * *убо́рочный комба́йн — η θεριστική μηχανή
убо́рочная кампа́ния — η συγκομιδή
-
5 уборка
уборк||аж1. (помещения и т. п.) τό καθάρισμα, τό συγύρισμα:генеральная \уборка ἡ γενική καθαριότητα· сделать \уборкау συγυρίζω, συμμαζεύω·2. с.-х. ἡ συγκομιδή, τό μάζεμα:\уборка урожая ἡ συγκομιδή, τό μάζεμα τής σοδειάς. -
6 предуборочный
επ.πριν τη συγκομιδή•-ая пора ο χρόνος πριν τη συγκομιδή.
-
7 уборка
-и θ.1. καθαριότητα, συγύρισμα, ευτρεπισμός•генеральная уборка γενική καθαριότητα.
2. συγκομιδή, μάζεμα•уборка урожая συγκομιδή της σοδειάς.
-
8 заготовка
1. (для деталей машин) το τεμάχιο προς κατεργασία 2. (крупносортная) η ράβδος/δοκός προς κατεργασία 3. (материал, поступающий в прокатку) το υλικό προς έλαση 4. (деревянная) το ξύλινο τεμάχιο προς κατεργασία 5. с.-х. η συγκομιδή και αποθήκευση 6. (леса) η ξύλευση/υλοτομία και αποθήκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготовка
-
9 кампания
η εκστρατία, η περίοδοςизбирательная - η προεκλογική καμπάνια (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кампания
-
10 подборка
с.-х. η συγκομιδή, το μάζεμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подборка
-
11 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор
-
12 сеноуборка
η συγκομιδή του σανού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сеноуборка
-
13 уборка
1. (чистка, прибирание) το καθάρισμα, ο καθαρισμός 2. (удаление) η απομάκρυνση 3. (вывоз и сваливание) η μεταφορά και απόθεση 4. (напр. шасси) το μάζεμα 5 (урожая) η συγκομιδήτο μάζεμα (της σοδειάς)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уборка
-
14 урожай
η σοδειά, η συγκομιδή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > урожай
-
15 урожайность
1. (способность давать той или иной урожай) η γονιμότητα 2. (сте-пень, уровень урожая) η σοδειά, η συγκομιδή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > урожайность
-
16 хлебоуборка
η συγκομιδή των δημητριακών/σιτηρώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хлебоуборка
-
17 хлопкоуборка
η συγκομιδή του βάμβακα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хлопкоуборка
-
18 жатва
жатва ж 1) ο θέρος, ο θε ρισμός 2) (время жатвы) о θέρος 3) (урожай ) η συγκο μιδή* * *ж1) ο θέρος, ο θερισμός2) ( время жатвы) ο θέρος3) ( урожай) η συγκομιδή -
19 жатва
жатв||аж τό θέρισμα, ὁ θερισμδς, ἡ συγκομιδή:время \жатваы ὁ θέρος. -
20 неурожай
неурожайм ἡ κακή ἐσοδεία, ἡ κακή συγκομιδή, ἡ ἀφορία.
См. также в других словарях:
συγκομιδῇ — συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδή — η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [συγκομίζω] συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που… … Dictionary of Greek
συγκομιδή — η 1. συγκέντρωση και αποθήκευση γεωργικών προϊόντων: Δεν άρχισε ακόμη η συγκομιδή των καρπών. 2. το σύνολο των καρπών που συγκομίζονται: Φέτος ήταν πλούσια η συγκομιδή. 3. γενικά συλλογή και αποταμίευση, θησαύρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυγκομιδῇ — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκομιδή — συγκομιδή , συγκομιδή gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆι — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαῖς — συγκομιδή gathering in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδαί — συγκομιδή gathering in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδῆς — συγκομιδή gathering in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιδήν — συγκομιδή gathering in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)